-
1 товарный
-
2 поезд
η αμαξοστοιχία, ο (σιδηροδρομικός) συρμόςразг. το τρένο (ξεν.)санитарный - υγειονομική -, νοσοκομειακή -товарный - το φορτηγό τρένο, η εμπορική αμαξοστοιχία (για μεταφορά ζώωνκαυσίμων κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поезд
-
3 товарный
επ.εμπορικός• εμπορευτικός, εμπορευματικός•-ое обращение η κυκλοφορία εμπορευμάτων•
товарный склад αποθήκη εμπορευμάτων.
|| φορτηγός•товарный поезд φορτηγό τρένο•
товарный вагон εμπορικό βαγόνι.
εκφρ.- ое производство – εμπορική παραγωγή.
См. также в других словарях:
μεταφορτώνω — μεταφόρτωσα, μεταφορτώθηκα, μεταφορτωμένος, φορτώνω κάτι από ένα μέσο σε άλλο: Μεταφόρτωσε τα καπνά από το τρένο στο φορτηγό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)